- ἐρωτῶντα
- ἐρωτάωaskpres part act neut nom/voc/acc plἐρωτάωaskpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπάγω — ὑπάγω, ΝΜΑ [άγω] μεταβαίνω, πηγαίνω («ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾱ!», ΚΔ) νεοελλ. 1. κατατάσσω, ταξινομώ, βάζω κάτι σε ορισμένη κατηγορία («το α υπάγεται στα δίχρονα φωνήεντα») 2. θέτω κάποιον ή κάτι υπό την δικαιοδοσία άλλου («η υπηρεσία υπάγεται… … Dictionary of Greek
φιλοπευστώ — έω, Α [φιλόπευστος] μού αρέσει να ρωτώ, να μαθαίνω («φιλοπευστοῡντα ἡδέως ἀκούοντα ἢ ἐρωτῶντα», Ησύχ.) … Dictionary of Greek